- εἰθισμένω
- ἐθίζωaccustomperf part mp masc/neut nom/voc/acc dualἐθίζωaccustomperf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰθισμένῳ — ἐθίζω accustom perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek